ένζυμος

ένζυμος
-η, -ο (Μ ἔνζυμος, -ον) [ζύμη]
(για ψωμί) αυτό που περιέχει ζύμη (προζύμι, μαγιά), το φτιαγμένο με προζύμι («ὁ ἄρτος οὐκ ἧν ἔνζυμος», Δούκ.)
νεοελλ.
χημ. το ένζυμο(ν)
καταλύτης βιολογικής προέλευσης, ουσία που παράγεται από ζωικά και φυτικά κύτταρα και δρα καταλυτικά σε ουσίες άλλης φύσεως, φύραμα, μαγιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ένζυμος — η, ο 1. (κυρίως για ψωμί), που έχει γίνει με ζύμη (προζύμι), που περιέχει ζύμη (βλ. λ.), ζυμωτός (αντίθ. άζυμος). 2. το ουδ. ως ουσ., ένζυμο (χημ.), ουσία οργανική, διαλυτή, που παράγεται σε ελάχιστες ποσότητες από ζωντανό οργανισμό και που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβατός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 30 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ομηρούπολης. Ο Ανάβατος στο νησί της Χίου. * * * ή, ό (Α ἀναβατός, ή, ὸν) αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ανεβατός — ή, ό 1. (άρτος, ψωμί) ένζυμος, φουσκωτός (όχι ανέβατος ή λειψανέβατος) 2. είδος βελονιάς σε κέντημα …   Dictionary of Greek

  • ενζυμώ — ἐνζυμῶ, όω (Μ) [ένζυμος] ζυμώνω κάτι μέσα σε κάτι ή με κάτι …   Dictionary of Greek

  • ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • ζυμίτης — ζυμίτης, ὁ (Α) [ζύμη] 1. ο ένζυμος άρτος («ἄρτοι ζυμῑται μεγάλοι», Ξεν.) 2. στον πληθ. οἱ ζυμῑται (ενν. ἄρτοι) σύμβολο τής αιγυπτιακής πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • ζυμωτός — ή, ό (Α ζυμωτός, όν) [ζυμώ] αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή …   Dictionary of Greek

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

  • κατάζυμος — κατάζυμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζυμωθεί, ο ένζυμος 2. καλά ζυμωμένος («ἄρτος κατάζυμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά ζυμος, έν ζυμος] …   Dictionary of Greek

  • φυρατός — ή, όν, Α [φυρῶ] φρ. «φυρατὸς ἄρτος» ένζυμος άρτος, ψωμί που έγινε με προζύμι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”