ένζυμος — η, ο 1. (κυρίως για ψωμί), που έχει γίνει με ζύμη (προζύμι), που περιέχει ζύμη (βλ. λ.), ζυμωτός (αντίθ. άζυμος). 2. το ουδ. ως ουσ., ένζυμο (χημ.), ουσία οργανική, διαλυτή, που παράγεται σε ελάχιστες ποσότητες από ζωντανό οργανισμό και που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβατός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 30 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ομηρούπολης. Ο Ανάβατος στο νησί της Χίου. * * * ή, ό (Α ἀναβατός, ή, ὸν) αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς… … Dictionary of Greek
ανεβατός — ή, ό 1. (άρτος, ψωμί) ένζυμος, φουσκωτός (όχι ανέβατος ή λειψανέβατος) 2. είδος βελονιάς σε κέντημα … Dictionary of Greek
ενζυμώ — ἐνζυμῶ, όω (Μ) [ένζυμος] ζυμώνω κάτι μέσα σε κάτι ή με κάτι … Dictionary of Greek
ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ζυμίτης — ζυμίτης, ὁ (Α) [ζύμη] 1. ο ένζυμος άρτος («ἄρτοι ζυμῑται μεγάλοι», Ξεν.) 2. στον πληθ. οἱ ζυμῑται (ενν. ἄρτοι) σύμβολο τής αιγυπτιακής πολιτείας … Dictionary of Greek
ζυμωτός — ή, ό (Α ζυμωτός, όν) [ζυμώ] αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή … Dictionary of Greek
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
κατάζυμος — κατάζυμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζυμωθεί, ο ένζυμος 2. καλά ζυμωμένος («ἄρτος κατάζυμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά ζυμος, έν ζυμος] … Dictionary of Greek
φυρατός — ή, όν, Α [φυρῶ] φρ. «φυρατὸς ἄρτος» ένζυμος άρτος, ψωμί που έγινε με προζύμι … Dictionary of Greek